- βιοφειδης
- βιοφειδήςβιο-φειδής2сберегающий, щадящий средства к жизни, экономный, т.е. скудный
(ὄλπη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄλπη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βιοφειδοῦς — βιοφειδής penurious masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφειδής — ές (AM ἀφειδής, ές) Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος 2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος II. επίρρ. αφειδώς 1. χωρίς φειδώ, απλόχερα 2. αλύπητα, χωρίς… … Dictionary of Greek